- ανάκλαστος
- ος , ον отражённый, рефлексный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάκλαστος — η, ο (Α ἀνάκλαστος, ον) [ἀνακλῶ] ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση αρχ. λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα … Dictionary of Greek
ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… … Dictionary of Greek